ἀποκρουνίζω

ἀπόκρουσις

ἀποκρουστέον
ἀπόκρουσις, εως () déclin de la lune, A. Aphr. Probl. 1, 66 ; A. Tr. 10, p. 592 ; Clém. 814, etc.
Étym. ἀποκρούω.