ἀποκρουστέον

ἀποκρουστικός

ἀπόκρουστος
ἀποκρουστικός, ή, όν, propre à repousser ou à rejeter, répulsif, Diosc. 1, 168 ; Gal. 2, 226 ; 12, 226.
Étym. ἀποκρούω.