ἀποκρύπτω

ἀποκρυφή

ἀπόκρυφος
ἀποκρυφή, ῆς () [] cachette, retraite, Spt. Job 22, 14 ; Ps. 17, 13 ; avec ἀπό, Symm. Jes. 32, 2.
Étym. ἀποκρύπτω.