ἀποκτενέω

ἀποκτέννω

ἀποκτηνόω-ῶ
ἀπο·κτέννω (seul. prés.) c. ἀποκτείνω, Anth. 11, 395 ; Spt. Deut. 32, 39 ; Sap. 16, 14 ; Tob. 1, 18, etc.