ἀποκτιννύω

ἀπόκτισις

ἀποκτυπέω-ῶ
ἀπό·κτισις, εως () [ῐσ] établissement au dehors, colonie, Call. Ap. 74 ; DH. 1, 49.
Étym. ἀπό, κτίζω.