ἀποκήρυγμα

ἀποκηρυκτέος

ἀποκήρυκτος
ἀποκηρυκτέος, α, ον, qu’il faut déclarer banni, Naz. Or. 4, t. 1, p. 541a.
Étym. ἀποκηρύσσω.