Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
ἀποκώλυσις,
εως
(
ἡ
) [
ῡ
] empêchement,
Xén.
Eq.
3, 11
.
Étym.
ἀποκωλύω
.