ἀπολαυστικῶς

ἀπολαυστός

ἀπολαυτικός
ἀπολαυστός, ή, όν, dont on peut jouir, Epic. (DL. 10, 124); Plut. Cato ma. 4.
Étym. vb. d’ἀπολαύω.