ἀπολελυμένως

ἀπολέμητος

ἀπόλεμμα
ἀ·πολέμητος, ος, ον, à qui l’on ne fait pas la guerre, Pol. 3, 90 ; Luc. D. deor. 20, 12.
Étym. ἀ, πολεμέω.