ἀπολιτικός

ἀπολιχμάω-ῶ

ἀπολλήγω
ἀπο·λιχμάω-ῶ (impf. ἀπελίχμων) enlever en léchant, DH. 1, 79 ||
Moy. (f. -ήσομαι)
1 m. sign. Il. 21, 123 ||
2 lécher, Lgs 1, 5.