ἀπολίνωσις

ἀπολιόρκητος

ἄπολις
ἀ·πολιόρκητος, ος, ον, inexpugnable, imprenable par un siège, Str. 556 ; Plut. M. 1057e.
Étym. ἀ, πολιορκέω.