ἀπολιθόω-ῶ

ἀπολίθωσις

ἀπολιμπάνω
ἀπολίθωσις, εως () [λῐ] pétrification, Th. Lap. 50 ; fig. Arr. Epict. 1, 5, 3.
Étym. ἀπολιθόω.