ἀπολογέομαι-οῦμαι

ἀπολόγημα

ἀπολογητέον
ἀπολόγημα, ατος (τὸ) c. ἀπολογία, Plat. Crat. 436c ; Plut. Cim. 1.
Étym. ἀπολογέομαι.