ἀπολοιδορέω-ῶ

ἀπόλοιπος

ἀπολοπίζω
ἀπό·λοιπος, ος, ον, qui reste, restant, Spt. Ezech. 41, 9, 12, etc. ; 42, 1, 10.
Étym. ἀπολείπω.