ἀπολούω

ἀπολοφύρομαι

ἀπολοχμόομαι-οῦμαι
ἀπ·ολοφύρομαι (impf. ἀπωλοφυρόμην, f. ἀπολοφυροῦμαι, ao. ἀπωλοφυράμην, pf. inus.) [ prés., fut.] se lamenter sur, déplorer, acc. Thc. 2, 46 ; Xén. Hell. 1, 1, 27 ; And. 21, 35.