ἀπομαστιγόω-ῶ

ἀποματαΐζω

ἀπομάχομαι
ἀπο·ματαΐζω [μᾰᾰ] euphém. p. ἀποπέρδω, lâcher un vent, Hdt. 2, 162 ; Favor. (Stob. Fl. 115, 24).
Étym. ἀπό, μάταιος.