ἀπόμαχος

ἀπομειλίσσομαι

ἀπομειουρίζω
ἀπο·μειλίσσομαι, att. -μειλίττομαι, calmer par la douceur, apaiser, DH. 1, 38, etc. ; Phil. 2, 477 ; Jos. A.J. 19, 9, 2 ; B.J. 1, 11, 2.