ἀπομισθόω-ῶ

ἀπομιτρόω-ῶ

ἀπομνημόνευμα
ἀπο·μιτρόω-ῶ, dépouiller de la mitre, Spt. Lev. 21, 10.
Étym. ἀπό, μίτρα.