ἀπομνύω

ἀπόμοιρα

ἀπομοιράομαι-ῶμαι
ἀπόμοιρα, ας () portion prise sur, prélèvement, M. Ant. 1, 18 ; Jos. A.J. 6, 14, 6.
Étym. ἀπομείρομαι.