ἀπονιτρόω-ῶ

ἀπόνιψις

ἀπονοέομαι-οοῦμαι
ἀπόνιψις, εως () action de laver, au pr. et au fig. Orib. t. 3, p. 104, 13.
Étym. ἀπονίπτω.