ἀπόπαλσις

ἀποπαλτικῶς

ἀποπαππόομαι-οῦμαι
ἀποπαλτικῶς, adv. en rebondissant, Sext. Phys. 2, 223, p. 670.
Étym. ἀποπάλλω.