ἀποπαππόομαι-οῦμαι

ἀποπαπταίνω

ἀποπαρθενεύομαι
ἀπο·παπταίνω (f. épq. 3 pl. -παπτανέουσιν) [ᾰν] regarder derrière soi pour fuir, Il. 14, 101.