ἀποπατέω-ῶ

ἀποπάτημα

ἀποπατητέον
ἀποπάτημα, ατος (τὸ) [πᾰ] déjection, excrément, Eup. 284 Kock ; 433, 11 Bekker, Anecdota græca, vol. 1 ; El. N.A. 3, 26.
Étym. ἀποπατέω.