ἀποπέρδω

ἀποπερκόομαι-οῦμαι

ἀποπερονάω-ῶ
ἀπο·περκόομαι-οῦμαι, devenir noir, se noircir, Soph. fr. 239.
Étym. ἀπό, πέρκος.