ἀποπετάννυμι

ἀποπέτομαι

ἀποπεφασμένως
ἀπο·πέτομαι (prés. ind. 3 pl. -πέτονται, Plut. M. 752f ; impér. 2 sg. ἀποπέτου, Ar. Av. 1369 ; impf. 3 pl. ἀπεπέτοντο, DC. 43 ; fut. 2 sg. ἀποπετήσει, Ar. Pax 1126) s’envoler ; cf. ἀφίπταμαι.