ἀποφαντέον

ἀποφαντικός

ἀποφαντικῶς
ἀποφαντικός, ή, όν, qui affirme ou exprime l’affirmation, Arstt. Interpr. 5, 1 ; ἡ ἀποφαντικὴ ἔγκλισις, Dysc. Synt. 244, 26, le mode indicatif.
Étym. ἀποφαίνω.