ἀποφευκτικός

ἀπόφευξις

ἀπόφημι
ἀπόφευξις, εως () action d’échapper : δίκης, Ar. Nub. 874 ; Ant. 137, 13, à une accusation, c. à d. acquittement.
Étym. ἀποφεύγω.