ἀποφιλοτιμία

ἀποφλαυρίζω

ἀποφλεγμαίνω
ἀπο·φλαυρίζω, avilir, rabaisser, Pd. P. 3, 12 ||
E Inf. ao. -ίξαι, Hdt. 1, 86.