Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀποφορά
ἀποφόρησις
ἀποφόρητος
ἀποφόρησις,
εως
(
ἡ
) exhalaison,
Sext.
P.
1, 217
.
Étym.
*ἀποφορέω,
d’
ἀποφορά
.