ἀπόφημος

ἀπόφθαρμα

ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθαρμα, ατος (τὸ)
1 breuvage pour faire avorter, Hpc. 1155b ||
2 p. suite, avortement, Hpc. 1013e, 1229a.
Étym. ἀποφθείρω.