ἀποπίεσμα

ἀποπίμπλημι

ἀποπίμπρημι
ἀπο·πίμπλημι (f. ἀποπλήσω, etc.) remplir complètement : μυριάδας, Hdt. 7, 29, parfaire un nombre de myriades ; χρησμόν, Hdt. 8, 96, accomplir un oracle ; τὸ θυμούμενον, Thc. 7, 68, assouvir sa colère ; ἐπιθυμίας, Plat. Gorg. 492a, satisfaire ses désirs.