ἀπόπλασις

ἀποπλάσσω

ἀποπλάστωρ
ἀπο·πλάσσω, Clém. ; d’ord. ἀποπλάσσομαι, att. -πλάττομαι (f. -πλάσομαι, ao. ἀπεπλασάμην) figurer, modeler, représenter, Plut. Æmil. 28 ; Anth. 5, 15 ; 7, 34, etc.