ἀποπλίσσομαι

ἀπόπλοος-ους

ἀποπλουτέω-ῶ
ἀπόπλοος-ους, όου-ου ()
1 départ par eau, Hdt. 8, 79 ||
2 retour par eau, Xén. An. 5, 6, 20 ; Arstt. Poet. 15, 10 ; 23, 7.
Étym. ἀποπλέω.
ἀπόπλοος-ους, οος-ους, οον-ουν, qui s’éloigne par eau, Anth. 5, 178.
Étym. ἀποπλέω.