Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπόπληκτος
ἀποπληκτώδης
ἀποπλήξ
ἀποπληκτώδης,
ης, ες,
de tempérament apoplectique,
Gal.
Lex. Hipp.
19, 110
v
o
κατεπλήσσετο
.
Étym.
ἀπόπληκτος, -ωδης
.