ἀποπλυτέον

ἀποπλώω

ἀποπνείω
ἀποπλώω, épq. et ion. c. ἀποπλέω, Hdt. 1, 1 ; 4, 147 et 156, etc. ||
E Ao. 2, 3 sg. ἀπέπλω, Od. 14, 339.