ἀπόπολις

ἀποπομπαῖος

ἀποπομπή
ἀποπομπαῖος, α, ον, qui renvoie au loin, c. à d. qui écarte les fléaux, Spt. Lev. 16, 8, 9.
Étym. ἀποπομπή.