ἀποπρηνίζω

ἀποπρίασθαι

ἀπόπρισμα
ἀπο·πρίασθαι (seul. impér. 2 sg. ἀποπρίω, Ar. Ran. 1227) acheter ||
E Pour les autres temps, v. ἀπωνέομαι.