ἀποπριστέον

ἀποπρίω

ἀποπρό
ἀπο·πρίω, enlever en sciant, scier, Hdt. 4, 65 ; Luc. Tox. 33, etc. ; au pass. Plut. M. 924b.
ἀποπρίω, v. ἀποπρίασθαι.