ἀποπρολείπω

ἀπόπροσθεν

ἀποπροσποιέομαι-οῦμαι
ἀπό·προσθεν, adv. loin en avant de, gén. Plat. Epin. 987a ; Luc. Astr. 29.
Étym. ἀ. πρόσθεν.