ἀποπροσποιέομαι-οῦμαι

ἀποπροσωπίζομαι

ἀποπροτέμνω
ἀπο·προσωπίζομαι, ôter de dessus sa figure, se découvrir ou se nettoyer le visage, Phérécr. (Poll. 2, 48).
Étym. ἀπό, πρόσωπον.