ἀποψαλίζω

ἀποψάλλω

ἀπόψαλμα
ἀπο·ψάλλω, tirer vivement : πάγην, Lyc. 407, un filet ; fig. ἡ γλῶττα ἀποψάλλει τὴν ἄκραν Ἀτθίδα, Philstr. 553, la langue tire des sons du plus pur attique.