ἀποπτεύω

ἀπόπτισμα

ἀποπτίσσω
ἀπόπτισμα, ατος (τὸ) menus fragments d’une matière pilée, Arstt. Mir. 113 (var. ἀπόπρισμα, sciure, d’ἀποπρίω).
Étym. ἀποπτίσσω.