ἀποπτίσσω

ἀποπτοέω-οῶ

ἀποπτοιέω
ἀπο·πτοέω-οῶ, effrayer, effaroucher, Pol. 3, 53, 10 ||
E Poét. -πτοιέω, Poèt. (Plut. M. 1129e).