ἀποπυρίζω

ἀποπυρίς

ἀποπυτίζω
ἀπο·πυρίς, ίδος () []
1 poisson qu’on mange grillé, Hégésandre (Ath. 334e) ||
2 c. ἀποπυρίας, Télès (Stob. Fl. 97, 31).
Étym. ἀπό, πῦρ.