ἀποπεφασμένως

ἀποπήγνυμι

ἀποπηδάω-ῶ
ἀπο·πήγνυμι (f. -πήξω ; pass. fut. 2 ἀποπαγήσομαι [πᾰ]) faire geler, Ar. Ran. 126 ; au pass. geler, Xén. An. 5, 8, 13 ; Mem. 4, 3, 8.