ἀπορραίνω

ἀπορραίω

ἀπορραντήριον
ἀπο·ρραίω, arracher violemment : τινά τι, Od. 1, 404 ; τινά τινος, Hés. Th. 393, qqe ch. à qqn.
Étym. ἀ. ῥαίω.