ἀπόρρυτος

ἀπόρρυψις

ἀπορρωγάς
ἀπόρρυψις, εως () nettoiement, purification, Ath. 409c ; t. de méd. détersion, Ruf. 2, 206, etc.
Étym. ἀπορρύπτω.