ἀπορρύπτω

ἀπόρρυσις

ἀπόρρυτος
ἀπόρρυσις, εως () [] écoulement, Pol. 4, 39, 10 ; Str. 380 ; au plur. Orib. 3, 131 B.-Dar. etc.
Étym. ἀπορρέω.