ἀπόρρημα

ἀπόρρηξις

ἀπόρρησις
ἀπόρρηξις, εως ()
1 rupture (d’un abcès), Arét. p. 11, 39 ||
2 fig. séparation brusque ou violente, Jos. A.J. 19, 3, 1.
Étym. ἀπορρήγνυμι.