ἀποσάττω

ἀποσαφέω-ῶ

ἀποσαφηνίζω
ἀπο·σαφέω-ῶ (impf. ἀπεσάφουν) [σᾰ] éclaircir, expliquer, Plat. Prot. 348b ; Luc. H. conscr. 52.
Étym. ἀπό, σαφής.